- ἔχρισε
- ἔχρῑσε , χρίωtouch the surface of a body slightlyaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιωάννης-Παύλος — (Johannis Paulus). Όνομα δύο παπών της Ρώμης. 1. Ι. Π. Α’ (Albino Luciani, 1912 – 1978). Πάπας της Ρώμης (1978). Ήταν βενετικής καταγωγής και προερχόταν από οικογένεια εργατών. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
προεδρεύω — ΝΜΑ [πρόεδρος] είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας τού προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία 2. μέσ. προεδρεύομαι έχω ως… … Dictionary of Greek
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek
Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… … Dictionary of Greek
Αζαήλ — (9ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Συρίας από ταπεινή οικογένεια, όπως πληροφορούν οι σφηνοειδείς επιγραφές. Πριν ανέβει στον θρόνο, ήταν στρατηγός του βασιλιά της Συρίας Βεναδάδ. Κάποτε ο Βεναδάδ αρρώστησε βαριά και έστειλε τον Α. στη Δαμασκό, να… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
Γκιρ, Ρίτσαρντ — (Richard Gere, Φιλαδέλφεια 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε φιλοσοφία και υποκριτική στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και ξεκίνησε την καριέρα του στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ, με το Γκριζ και άλλα έργα, πριν ασχοληθεί με… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Κολινί, Γκασπάρ ντε-, κόμης του Σατιγιόν — (Gaspar de Coligny, compte de Chatillion, Σατιγιόν σιρ Λουί 1519 – Παρίσι 1572). Γάλλος ναύαρχος και πολιτικός. Ήταν αρχηγός των Ουγενότων (Γάλλοι προτεστάντες) κατά την πρώτη περίοδο των θρησκευτικών πολέμων. Εισήλθε στην Αυλή σε πολύ νεαρή… … Dictionary of Greek